15/10/21

Ολύμπιος Δρόμος - μια γλυκόπικρη δρομική εμπειρία

            Ο αθλητής του Συλλόγου Μαραθωνοδρόμων Νομού Λάρισας, Φώτης Θωμάς, μας περιγράφει όλα όσα βίωσε στον Ολύμπιο Δρόμο, αγώνα υπεραπόστασης που έλαβε μέρος πρόσφατα, συνολικής απόστασης 180 χλμ.

Ας τον απολαύσουμε!

                                         Ολύμπιος Δρόμος

             μια γλυκόπικρη δρομική εμπειρία

     Ο Ολύμπιος Δρόμος ήταν και είναι μια πρόκληση: 180 χλμ (100 άσφαλτο, 80 χωματόδρομος) που διασχίζει εγκάρσια την Πελοπόννησο έχοντας και αρκετή υψομετρική διαφορά (~4500 μέτρα). Οι 28 ώρες που δίνει η διοργάνωση για την ολοκλήρωση του αγώνα χαρακτηρίζονται ως σχετικά ‘σφιχτός’ χρόνος – χρειάζεται μέσος ρυθμός 9΄ 20΄΄ όταν σε άλλους ασφάλτινους  αγώνες υπεραποστάσεων στην Ελλάδα, με λιγότερα χιλιόμετρα και υψομετρικά, ο απαραίτητος μέσος ρυθμός είναι μεγαλύτερος. Βέβαια όλα αυτά συντελούν στην πρόκληση που προανέφερα.

     Ο αγώνας διεξάγεται κανονικά τέλος Μαΐου αλλά φέτος λόγω του κορωνοϊού αναβλήθηκε τελικά για αρχές Ιουλίου, σε θερμοκρασία ~37 C υπό σκιά την ημέρα. Λόγω των αναβολών αλλά και της ζέστης οι συμμετοχές ήταν μειωμένες αδικώντας τον αγώνα – τελικά 55 δρομείς βρέθηκαν στη γραμμή εκκίνησης στην Αρχαία Νεμέα κάτω από τον καυτό ήλιο στις 2/7/2021 στις 14.30. Έτσι, με την αμάνικη μπλούζα του ΣΜΝΛ, με αντηλιακό στους ώμους (για πρώτη φορά), ζώνη με παγούρι στη μέση (επίσης πρώτη φορά σε αγώνα), φορώντας το καπέλο μου στραβά και με τα αγαπημένα μου παπούτσια βρέθηκα και εγώ εκεί. Αφού ξεκίνησαν πρώτα οι δρομείς του ‘μικρού’ αγώνα των 62 χλμ, έπεσε η πιστολιά για την δική μας εκκίνηση και ξεκινήσαμε να τρέχουμε στην καυτή άσφαλτο άλλοι χαλαρά, άλλοι γρηγορότερα.



     Ξεκίνησα συγκρατημένα με 6΄ 30΄΄ περίπου αλλά λόγω της κατηφορικής διαδρομής ο ρυθμός μου γρήγορα ανέβηκε… Σύντομα έφτασα σε ένα μικρό ανηφορικό χωματόδρομο που βγήκε περπατώντας και μετά συνεχίστηκε το σχετικά γρήγορο τρέξιμο. Έχοντας βρει άνετο ρυθμό κάτω από τα 6΄ το χλμ προσπερνούσα αρκετούς δρομείς και του αγώνα των 62 χλμ. Πέρασα την Νεμέα και τα Αηδόνια παίρνοντας μόνο νερό και συνέχισα το δρόμο προς τα Πλατάνια αρχίζοντας τις πρώτες ασφάλτινες ανηφόρες, ρίχνοντας βέβαια και ρυθμό. Στα Πλατάνια στο 20.5 χλμ πέρασα σε 2h 14’ (ρυθμός συνολικά 6΄ 31΄΄ από την εκκίνηση).

     Μετά η κατάσταση δυσκόλεψε. Μπήκαμε σε χωματόδρομο, σχετικά ανηφορικό, σε καλή κατάσταση πάντως. Ανηφόρισα προς το ξωκλήσι της Αγ. Άννας (το οποίο δεν είδα, νομίζω ότι στρίψαμε πριν φτάσουμε ή το προσπέρασα) με γρήγορο βάδισμα. Στην κορυφή από τη βιασύνη, είδα ελάχιστα τη θέα και πήρα τρέχοντας τον κατηφορικό χωματόδρομο στην πλαγία του βουνού που ήταν αρκετά βατός και ελάχιστα επικίνδυνος. Βγήκα στην άσφαλτο και σύντομα μπήκα στη Σκοτεινή (σε 3h 55΄ από την αρχή, ήμουν ‘μπροστά’ από το κλείσιμο μία ώρα).



     Στη Σκοτεινή καθυστέρησα 6-7΄ (κάμποσες ανάσες, αλλαγή μπλούζας, λίγα φαγώσιμα, πήρα -κακώς, νωρίς- το φακό) και μετά έφυγα παίρνοντας το ανηφορικό μονοπάτι για τον Ολίγυρτο. Η διοργάνωση το γράφει δύσκολο και είναι ειδικά για τους ασφάλτινους δρομείς. Ο χωματόδρομος (αν μπορείς να τον πεις και έτσι) είναι γεμάτος τροχάλες και ποώδη φυτά μέχρι μισό μέτρο με έντονη κλίση (δεν φτάνει βέβαια τα κλασικά μονοπάτια στους ορεινούς αγώνες). Ανεβαίνοντας με γρήγορο βήμα το τμήμα αυτό προσπέρασα και τον αγαπητό φίλο Θοδωρή Αδαμόπουλο που έτρεχε για τα 62 χλμ. Τον είχα γνωρίσει προ τριετίας στον Ευχίδα και με είχε βοηθήσει πολύ τότε. Ευτυχώς γρήγορα βγήκαμε σε ασφάλτινο τμήμα (200 μέτρα) και άμεσα άρχισε το δεύτερο ανηφορικό τμήμα σε αρκετά καλύτερη κατάσταση (κινείται και αυτοκίνητο αν χρειαστεί) αλλά διπλάσιο σε μήκος από το προηγούμενο. Ανεβαίνοντας βρέθηκα με ένα δρομέα από την περιοχή (της Αρκαδίας) που έτρεχε στα 62 χλμ. Είχε κάνει πρόσφατα προπονητικά τη διαδρομή, ήταν ‘βουνίσιος’ και ανέβαινε άνετα την ανηφόρα. Όλο μου έλεγε (για να με κρατάει σε εγρήγορση; Για να με παρηγορήσει που με είδε ‘ασφάλτινο’;) ότι πλησιάζουμε στην κορυφή και όλο κορυφή δεν έβλεπα. Τελικά όλα τα δύσκολα (έτσι πίστευα) έχουν ένα τέλος και φτάνουμε στον ενδιάμεσο σταθμό (με νερά μόνο) και βγαίνουμε σε κατηφορική -επιτέλους- άσφαλτο. Δεν καθυστέρησα πολύ και πήρα, αυξάνοντας ταχύτητα, την κατηφόρα. Ο δρόμος κατεβαίνει με καλή κλίση και συνεχείς φουρκέτες. Αρχίζουν να με προσπερνούν άλλοι δρομείς (κυρίως των 62 χλμ) και με πιάνει το ‘πατριωτικό’ και (κακώς) επιταχύνω. Κάποια στιγμή αισθάνομαι μία μικρή ενόχληση πρόσθια στο Αρ γόνατο (θλάση στο λιπώδες σώμα που έγινε κατεβαίνοντας γρήγορα το Μεζούρλο σε προπόνηση πριν 2 εβδομάδες) και κόβω σχετικά ταχύτητα. Το ‘πονάκι’ γρήγορα υποχώρησε. Όπως είδα εκ των υστέρων έτρεξα δύο χλμ στο 5΄/χλμ, άλλο ένα στο 4΄46΄΄ και τα υπόλοιπα περίπου στο 5΄20΄΄ (ενδεικτικά το ανέβασμα στην κορυφή ήταν σε 8-10΄/χλμ). Το γρήγορο τρέξιμο πάντως ήταν αναζωογονητικό, η διάθεση μου βελτιώθηκε ακόμα περισσότερο, και μπήκα με χαρά στην Κανδήλα (48 χλμ) σε 5h 54΄.

     Στην Κανδήλα καθυστέρησα λίγα λεπτά να πάρω μια ανάσα, να αλλάξω μπλούζα, να φάω λίγους ξηρούς καρπούς (και νόστιμη τοπική μαύρη σταφίδα που είχε σε κάθε σταθμό) και να γεμίσω νερό. Ακολούθησε μια ασφάλτινη ελαφρά κατηφορική διαδρομή ως το Κεφαλόβρυσο (54ο χλμ) τρέχοντας μέτρια. Μετά ισιάδι και τελικά ήπια ανηφόρα ως το Λεβίδι που βγήκε τρέχοντας χαλαρά (εκτός από το τελευταίο χλμ που η κλίση αυξήθηκε). Στο τμήμα αυτό, αν και είχε ακόμα ημίφως, άναψα και τον φακό μου σε κατάσταση flash περισσότερο για να με βλέπουν τα αυτοκίνητα.

     Το Λεβίδι είναι κεντρικός σταθμός και εκεί τερματίζουν οι δρομείς του αγώνα των 62 χλμ. Περνάω τον τάπητα χρονομέτρησης στην πλατεία του χωριού (σε 7h 32΄) και κάθομαι να φάω λίγο (μακαρόνια) και να ξεκουραστώ. Υπάρχει αρκετός κόσμος και φασαρία. Άλλαξα και ρούχα, πήρα κάποιες προμήθειες (ηλεκτρολύτες, νερό, σταφίδες, φιστίκια) και αναχώρησα Συνολικά έμεινα εκεί περίπου 20’ λεπτά, αρκετός χρόνος γενικά αλλά δεν με ανησύχησε αφού ήμουν ‘μπροστά’ δυόμιση ώρες. Βγαίνοντας από το Λεβίδι ακολούθησα ένα ανηφορικό ομαλό χωματόδρομο που μπαίνει στο Μαίναλο. Η κλίση είναι μικρή, η κατάσταση του δρόμου καλή και μπορεί κανείς να τον τρέξει χαλαρά αλλά, και λόγω της νύχτας, προτίμησα να προχωρήσω με δυναμικό βάδισμα. Στην είσοδο του χωματόδρομου και αρκετά αραιά, κάθε 300-400 μέτρα υπήρχαν φωτεινά σήματα στα χαμηλά κλαδιά των δέντρων ή σε θάμνους να σου θυμίζουν ότι ακολουθείς το σωστό δρόμο. Στις σπάνιες διασταυρώσεις υπήρχαν σήματα και γενικά δεν βγαίνεις εύκολα εκτός διαδρομής. Προσωπικά επειδή αισθανόμουν ανασφάλεια θα ήθελα πιο συχνά τα σήματα (φεύγοντας από το ένα να έβλεπες μακριά το άλλο…) αλλά ο δρόμος δεν χάνεται. Καθώς ανέβαινα συνάντησα και ένα αυτοκίνητο της διοργάνωσης αλλά δεν χρειαζόμουν τίποτα. Μασουλώντας τα φιστίκια και τις σταφίδες έφτασα τελικά στον ενδιάμεσο σταθμό στο τέλος της ανηφόρας. Εκεί ήταν ένα τζιπάκι διασωστών που είχαν (και ευχαριστώ για αυτό) δροσερό νεράκι. Δεν καθυστέρησα ιδιαίτερα και πήρα τον κατηφορικό δρόμο τρέχοντας χαλαρά αφού η κατάσταση του δρόμου ήταν καλή και ο φακός, όπως πίστευα, επαρκής. Μετά από ~5 χλμ κατήφορου η διαδρομή γίνεται επίπεδη και σε μερικά τμήματα ελαφρά ανηφορική. Ψιλοαπογοητεύτηκα γιατί νόμιζα από την περιγραφή ότι η κατηφόρα θα ήταν συνεχόμενη μέχρι τη Βυτίνα. Σε κάποιο σημείο στην ανηφορίτσα, το παπούτσι μου βρήκε σε κάποια -υποθέτω- πέτρα, σκόνταψα, έπεσα πλάγια Δε, και βάζοντας το Δε μου χέρι έσκασα στο έδαφος με το Δε ισχίο (και το παγούρι που ήταν στην πλάτη, ευτυχώς δεν έσπασε). Σηκώθηκα αμέσως και διαπίστωσα αιμορραγία στο οπισθέναρ (παλαμιαία στην ‘κόψη’ του χεριού). Η πληγή περίπου 1.5 εκ. δεν έμοιαζε βαθιά αλλά αιμορραγούσε οπότε την πίεσα με ένα χαρτομάντιλο και συνέχισα γρήγορα βαδίζοντας (την επομένη διαπίστωσα και κάποιες εκδορές πίσω στο ισχίο που σίγουρα δεν αποτελούσαν πρόβλημα). Μετά από 4 περίπου χιλιόμετρα ήπιας ανηφόρας και επίπεδης διαδρομής βγήκα σε άσφαλτο που κατηφόριζε ομαλά προς τη Βυτίνα. Καθώς έτρεχα άκουγα ένα περιοδικό ‘χρατς’ από το Δε μου πόδι σε κάθε βήμα. Κοίταξα και διαπίστωσα ότι η ενίσχυση που είχε το παπούτσι στην πτέρνα είχε ξεκολλήσει, αναδιπλωθεί προς τα πίσω και τριβόταν στην άσφαλτο. Σκέφτηκα να ξηλώσω το κομμάτι αλλά τελικά το άφησα (μάλλον για να με συντροφεύει ο ήχος του στη διαδρομή). Προχώρησα με χαλαρό τρέξιμο (περίπου 7΄ το χλμ) και διέσχισα και την Εθνική Οδό που δεν είχε κίνηση. Σε λίγο μπήκα στη Βυτίνα και περνώντας μια μεγάλη ευθεία διαδρομή έφτασα στον σταθμό όπου ξεκουράστηκα (αλλαγή μπλούζας, έλεγχος προμηθειών κλπ) περίπου 8 λεπτά (συνολικά 11h 20΄).

     Φεύγοντας από τη Βυτίνα ακολούθησα ασφάλτινη διαδρομή αρχικά επίπεδη και αργότερα ήπια ανηφορική. Το τρέξιμο ήταν πάλι χαλαρό περίπου 6΄30΄΄ και μετά από μερικά χιλιόμετρα έστριψα δεξιά για το επόμενο χωρίο-σταθμό τα Μαγούλιανα. Η ανηφόρα συνεχίστηκε, ομαλή βέβαια, για 8 ακόμα χλμ μέχρι το ψηλότερο, όπως λένε, χωριό της Πελοποννήσου. Δεν ανέφερα ότι από ώρα είχα φορέσει αντιανεμικό, αν και καλοκαίρι, γιατί η θερμοκρασία έπεσε και ο χαμηλότερος ρυθμός (λόγω ανηφόρας) δεν με κρατούσε ζεστό. Στα Μαγούλιανα καθυστέρησα λίγο και γρήγορα ξεκίνησα. Η διαδρομή μετά είναι ορεινή, μέσα στα έλατα (όσο φαίνονταν νυχτιάτικα), ασφάλτινη και σχετικά κατηφορική. Τα φωτεινά σήματα στα δέντρα συνεχίζονταν αλλά σε πιο αραιά διαστήματα (δεν ήταν αναγκαία άλλωστε, απλά ήταν μια χαρούμενη ‘νότα’). Τα πόδια ήταν λίγο βαρύτερα και ακολούθησα εναλλαγή τρεξίματος (σε καλό ρυθμό, λίγο πιο αργό από 6’/χλμ) για 4΄ ακολουθούμενο από γρήγορο περπάτημα για ‘κανένα’ λεπτό (ώσπου να αισθανθώ καλά τα πόδια και τις αναπνοές). Σε 55΄ περίπου έφτασα στον επόμενο σταθμό στο χωριό Βαλτεσινίκο (συνολικά 14h 6΄). Εδώ η στάση μου ήταν μεγαλύτερη, ξεκουράστηκα, έφαγα λίγα μακαρόνια και, υποκύπτοντας στην προτροπή δύο φυσικοθεραπευτών, έκανα μασάζ στα πόδια. Ήταν αρκετά χαλαρωτικό και μετά ξεκίνησα με ‘νέες δυνάμεις’.

     Μετά το Βαλτεσινίκο υπάρχει κατηφορική ασφάλτινη διαδρομή για 4-5 χλμ που πηγαίνω τρέχοντας χαλαρά. Αν και υπάρχουν μαντριά τριγύρω δεν είδα ευτυχώς σκυλιά. Αρχίζει να ξημερώνει και βγάζω το φακό. Μετά ξεκινάει ένας χωματόδρομος σχετικά στενός με πέτρες και μερικά νεροφαγώματα και αρκετά ανηφορικός. Φυσικά τον ανεβαίνω με δυναμικό βάδισμα για περίπου 4 δύσκολα χλμ. Μετά αρχίζει ήπια κατηφόρα στην πλαγιά του βουνού με θέα δεξιά τη λίμνη του Λάδωνα. Υπάρχει όντως γκρεμός αλλά δεν προβληματίζει γιατί ο δρόμος είναι επαρκής σε πλάτος. Το κατέβασμα κρατάει αρκετά (~9 χλμ) αλλά δεν μπορούσα να το τρέξω συνεχόμενα κυρίως λόγω κούρασης αλλά και ποιότητας εδάφους. Πάντως πήγαινα με ικανοποιητικό ρυθμό (συνολικά το τμήμα αυτό με 7΄40΄΄/χλμ). Μετά βγήκα σε άσφαλτο και σε ένα χλμ ήμουν στον επόμενο (11ο) σταθμό στο χωριό Περδικονέρι. Δεν έμεινα πολύ εκεί (άφησα μόνο το φακό σε drop bag και ανεφοδιάστηκα στα γρήγορα) και ξεκίνησα χαλαρά. Ακολουθεί ασφάλτινη, σχετικά κατηφορική διαδρομή 3 χλμ μέχρι τα Τρόπαια (έφτασα συνολικά σε 17h 18΄ στο 127ο χλμ). Η κόπωση ήταν μεγαλύτερη οπότε και η στάση εκεί (12’). Άλλαξα μπλούζα, ανεφοδιάστηκα, έφαγα ελαφρά. Καλά ήταν, ξεκίνησα με νέα ‘όρεξη’ για τον (ακόμα μακρινό) τερματισμό αλλά ατυχώς το επόμενο κομμάτι με ταλαιπώρησε ως το τέλος του αγώνα…

     Φεύγοντας από τα Τρόπαια μπήκα σε ένα βατό χωματόδρομο γενικά επίπεδο και κατηφορικό (ελάχιστες μικρές ανηφόρες). Πήγαινα με εναλλαγή τρεξίματος-περπατήματος ενώ ξεκινούσε η ζεστή αλλά όχι ακόμα ενοχλητική. Προσπέρασα ένα μαντρί που μου πρόσφεραν με χαρά νερό αλλά χαιρέτησα και δε σταμάτησα. Λίγο παρακάτω (~5 χλμ από τα Τρόπαια), καθώς έτρεχα χαλαρά κατηφορικά, προσπέρασα ένα χωματόδρομο που έφευγε δεξιά χωρίς να τον προσέξω ιδιαίτερα. Κοντοστάθηκα 30 μέτρα παρακάτω και αναρωτήθηκα μήπως πήρα ‘τη λάθος στροφή’. Ατυχώς αποφάσισα ότι δεν έκανα λάθος και συνέχισα αναζητώντας τα αραιά σήματα. Ήταν κατηφορικά και έφευγα τρέχοντας χαλαρά αλλά σήματα (ασπροκόκκινη πλαστική ταινία) του αγώνα δεν έβλεπα. Πριν προλάβουν να με ‘ζώσουν τα φίδια’ βρέθηκα σε ένα μαντρί και κόντεψαν να με ζώσουν τα σκυλιά που με μύρισαν και άρχισαν να γαβγίζουν (μάλλον όχι χαρούμενα). Μεταβολή γρήγορα και τροχάδην στην ανηφόρα μέχρι να απομακρυνθώ. Έφτασα στη διασταύρωση που είχα χάσει, διαπιστώνοντας ότι είχε όντως σημάδι στη άλλη διαδρομή που από βιασύνη και απροσεξία δεν ακολούθησα. Η όλη λοξοδρόμηση ήταν 1800 μέτρα (900 πάνε-έλα) αλλά πέρα από τα 15΄ μου χάλασε λίγο την διάθεση και με έκανε πιο επιφυλακτικό σε κάθε σταυροδρόμι στην συνέχεια. Και να, 1.5 χλμ αργότερα σε άλλη διασταύρωση δεξιά είχε ταινία πριν τη συμβολή των δρόμων. Προχώρησα 50 μέτρα ίσια και ξαναγύρισα. Έλεγξα ομοίως και τον δεξί δρόμο. Ευτυχώς μετά από ένα λεπτό αμφιβολίας ήρθαν δύο ακόμα δρομείς που αποφάσισαν με σιγουριά ότι η σωστή πορεία είναι ίσια οπότε τους ακολούθησα και εγώ και μετά από 2 χλμ βρέθηκα, επιτέλους, στη Δόξα, στον επόμενο σταθμό (στις 19 ώρες).

     Μετά από σύντομη στάση στη Δόξα ξεκίνησα σε άσφαλτο για 2 χλμ και μετά βγήκα στην Εθνική Οδό Τρίπολης-Ολυμπίας γι’ ακόμα 1 χλμ μέχρι το Καλλιάνι σταθμός 14). Γρήγορα φεύγω και από εδώ, ακολουθώντας ασφάλτινη διαδρομή μέχρι το Καστράκι (145 χλμ, 20h 30’). Σύντομα έφυγα και από εκεί και βρέθηκα σε χωματόδρομο σχετικά κατηφορικό που μετά από 1.5 χλμ έτρεχα χαλαρά δίπλα στην κοίτη του ποταμού Ερύμανθου (όπως λέει η διοργάνωση αν και ο χάρτης τον εμφανίζει παραπόταμο του Λάδωνα… Δυστυχώς δεν είμαι καλός στην πατριδογνωσία). Ο δρόμος πάλι χειροτέρεψε (πιθανότατα κινιόμουν στην ξεραμένη, λόγω καλοκαιριού, κοίτη του ποταμού) έχοντας διάσπαρτες μη σταθερές πέτρες που δυσκόλευαν το τρέξιμο. Ακολουθώντας τα σήματα, βαδίζοντας ~2.5 χλμ, κάποια στιγμή, χωρίς να το καταλάβω, (ξεραΐλα παντού) διέσχισα το –χωρίς νερό– ποτάμι και ανέβηκα στην άσφαλτο. Πέρασα το γεφυράκι που από κάτω περνούσε ο Λάδωνας με ουκ ολίγο νερό. Ευτυχώς που δεν είχαμε να διασχίσουμε αυτό το ποτάμι (βέβαια ο Αλφειός, στον οποίο καταλήγει ο Λάδωνας περνάει δίπλα από την Αρχαία Ολυμπία, θα μπορούσαμε να τερματίσουμε κολυμπώντας ή με βάρκα…). Λίγα ασφάλτινα μέτρα παρακάτω ήταν το βενζινάδικο-σταθμός 16 του Κοκλαμά στο 150.5 χλμ (είχα κάνει 21h 23΄). Έκανα μεγάλη στάση ~13΄ για ξεκούραση και για μασάζ στα πόδια από τους πρόθυμους φυσικοθεραπευτές.

     Η έγερση μετά το μασάζ ήταν ζόρικη και τα πρώτα μέτρα δύσκολα. Τα πόδια δύσκαμπτα σαν ξύλα το πρώτο λεπτό. 300 μέτρα μετά τον Κοκλαμά στρίβουμε για Νεοχώρι και σε ~200 μέτρα στρίβω αριστερά σε έναν ανηφορικό κακοτράχαλο χωματόδρομο. Φυσικά ούτε λόγος για τρέξιμο, ανέβηκα περπατώντας ψιλοαπογοητευμένος (περισσότερο επειδή περίμενα ισιάδι και πιο καλοστρωμένο). Δυστυχώς και οι κατηφόρες που ακολούθησαν ήταν αρκετά απότομες, με προσθήκη φθαρμένου και ανώμαλου τσιμέντου (μπετόν) κατά τόπους που, επίσης δεν μπορούσα να τρέξω (οι τετρακέφαλοι δεν άντεχαν πλέον). Λίγο τρέξιμο ήταν δυνατό σε μικρά επίπεδα τμήματα. Πέρασα 4 βασανιστικά χιλιόμετρα (~52’) με τη θερμοκρασία να ανεβαίνει και το νερό μου να τελειώνει γρήγορα. Δυστυχώς νερό από τη διοργάνωση σε εκείνο το τμήμα δεν βρήκα, ή το προσπέρασα βιαστικά ή δεν υπήρχε. Δεν αντάμωσα ψυχή και η μόνη ξεχωριστή συνάντηση ήταν ένα μεγάλο φίδι (ήταν πάνω από 1 μέτρο και αρκετά χοντρό, πάντως όχι οχιά) που διέσχιζε κάθετα τον χωματόδρομο. Γύρισε το κεφάλι του, μου έριξε μια (απορημένη;) ματιά και γρήγορα γλίστρησε και χώθηκε μέσα στα χόρτα. Βγαίνοντας στην άσφαλτο βρέθηκε διερχόμενος που μου έδωσε ένα μπουκαλάκι κρύο νερό, εκείνη τη στιγμή απαραίτητο. Μετά από ~2 χλμ περπατοτρέξιμο πέρασα ένα γεφυράκι και αμέσως μετά είχε στροφή αριστερά για τα Άσπρα Σπίτια μπαίνοντας πάλι σε χωματόδρομο. Λίγα μέτρα πιο μετά βρήκα 2-3 μεγάλα μπουκάλια νερό αφημένα όμως στον ήλιο. Δεν ήμουν αρκετά απελπισμένος ώστε να τα χρησιμοποιήσω και τα προσπέρασα. Μισό χλμ αργότερα συνάντησα τους διασώστες που κινούνταν με τζιπάκι και μου έδωσαν ένα μπουκαλάκι δροσερό νερό που καταναλώθηκε επίσης τάχιστα. Δύο χλμ μετά μπήκα στα Άσπρα Σπίτια στο 160ο χλμ, φτάνοντας στον επόμενο σταθμό στις 23h 32΄ κάνοντας και πάλι μια μεγάλη στάση περίπου 12΄.

     Φεύγοντας από τα Άσπρα Σπίτια μπαίνω πάλι σε χωματόδρομο που αρχικά είναι επίπεδος και ανηφορικός για 2 χλμ και μετά γίνεται επίπεδος και κατηφορικός για ακόμα 2+ χλμ. Υπάρχουν δέντρα και αρκετό πράσινο και από τις δύο πλευρές του δρόμου αλλά ο ήλιος είναι ψηλά στον ουρανό και οι ακτίνες του πέφτουν κάθετα, στο κεφάλι μου (έστω, στο καπέλο μου). Δυστυχώς οι δυνάμεις μου έχουν μειωθεί πολύ, δεν μπορώ να τρέξω αλλά κρατάω ένα ικανοποιητικό ρυθμό βαδίσματος ~11΄/χλμ… Ξέρω ότι έχω αρκετό χρόνο για να τερματίσω (ειδικά αν υπολογίσει κανείς και τη μία παραπάνω ώρα που οι διοργανωτές είπαν ότι θα δοθεί, λόγω της ζέστης) και δεν ανησυχώ ιδιαίτερα. Μετά από κάποιες ανηφοροκατηφόρες βγαίνουμε τελικά από το δασώδες τμήμα στη πεδιάδα-κοιλάδα του Αλφειού και περπατάω κοντά/παράλληλα με το ποτάμι κάτω από τις κάθετες ακτίνες του ήλιου σε θερμοκρασία που δεν θέλω να ξέρω. Τα δέντρα είναι πολύ αραιά ενώ στα πλάγια του δρόμου εκτείνονται μισοξεραμένα χωράφια, αναμενόμενο βέβαια για την εποχή. Ευτυχώς σε τακτά διαστήματα (ανά 2.5 με 3 χλμ) η διοργάνωση έχει αφήσει μεγάλα κουτιά φελιζόλ που έχουν μέσα αρκετά δροσερά νεράκια, τελείως απαραίτητα για τη συνέχιση του αγώνα. Βαδίζω με σταθερό ρυθμό με μόνιμη συνοδεία μου τα τζιτζίκια, πολλά τζιτζίκια, και το συνεχές χρατσ-χρουτς από την ξεκολλημένη σόλα του παπουτσιού μου που τριβόταν στο χώμα. Σε κάθε διασταύρωση του χωματόδρομου κοντοστεκόμουν αλλά σήματα συνήθως υπήρχαν, έστω και αραιά και δεν ξαναέχασα το δρόμο. Μετά από 10 περίπου χλμ έφτασα σε μια ευθεία 500 μέτρα που κατέληγε μετά από ένα S στην Εθνική Οδό Τρίπολης Ολυμπίας (επιτέλους άσφαλτος).

     Βγαίνοντας στην άσφαλτο πήρα τον παράπλευρο δρόμο και σε 3 περίπου χλμ βρέθηκα στη Μουριά, δύο σταθμούς πριν από το τέλος. Αρκετά ταλαιπωρημένος έκανα και εδώ μεγάλη στάση ~9 λεπτά, βλέποντας ότι ήμουν άνετα κάτω από 28 ώρες (είχα 26h 16΄). Άλλαξα και αμφίεση φορώντας και πάλι το αγωνιστικό μπλουζάκι του ΣΜΝΛ που είχα αφήσει σε drοp-bag στον σταθμό. Ξεκίνησα πάλι βαδίζοντας σε επίπεδο δρόμο με ρυθμό ~10΄/χλμ. Προσπάθησα να τρέξω αλλά τα πόδια δεν ανταποκρίνονταν. Τουλάχιστον μπορούσα να κρατήσω σταθερή την ‘ταχύτητα’ βαδίσματος. Γρήγορα (… λέμε τώρα, σε 22΄) έφτασα στον προτελευταίο σταθμό, στα Λινάρια. Η χαρούμενη παρέα του σταθμού με καθυστέρησε για 3΄. Θα καθόμουν και περισσότερο, η ατμόσφαιρα εκεί ήταν πραγματικά ευχάριστη, αλλά με έδιωξαν διακριτικά πληροφορώντας με ότι σύντομα θα δω την αντίστροφη μέτρηση των χλμ επί του οδοστρώματος. Ξανάρχισα πάλι το σταθερό βάδισμα στον ίδιο ρυθμό και σύντομα βρήκα το 5 χλμ γραμμένο στην άσφαλτο. Εκείνη την ώρα με προσπέρασε ένας συναθλητής που κατάφερνε ακόμα να τρέχει χαλαρά κατά διαστήματα. Χάρηκα που είδα κάποιον ακόμα να τερματίζει. Σιγά-σιγά οι ενδείξεις στην άσφαλτο μειωνόταν 4,3,2. Μετά με προσπέρασε και ακόμα ένας δρομέας που, προφανώς, είχε περισσότερες δυνάμεις από μένα. 



Συνέχισα σταθερά, πέρασα με χαρά το ‘1 χλμ’ και σύντομα συνάντησα το φίλο Βασίλη που ήρθε να με συνοδεύσει και να φωτογραφήσει τον τερματισμό. Δεν προσπάθησα καν να τρέξω και τερμάτισα βαδίζοντας περιχαρής σε 27h 39΄ 49΄΄. Ήμουν 19ος από 55 συμμετοχές (τερμάτισαν τελικά 26). Μου φόρεσαν ένα στεφάνι ελιάς σύμφωνα με την παράδοση και μετά ακολούθησαν τα γέλια και οι φωτογραφίες. Ο τερματισμός έχει πάντα γλυκιά γεύση.



     Το βράδυ σε τελετή στο ξενοδοχείο έγινε η απονομή των μεταλλείων. Είναι περιττό να περιγράψω το χρονικό διάστημα από την ανακοίνωση του ονόματος μου μέχρι να φτάσω (ένα λεπτό να σηκωθώ από την καρέκλα… περιμένετε, έρχομαι) στο έδρανο της απονομής (νόμισαν ότι έλειπα λόγω της καθυστέρησης…). Την άλλη μέρα, αναμενόμενα, διαπίστωσα ότι ο τερματισμός έχει μάλλον γλυκόπικρη γεύση με πόδια πρησμένα και δύσκαμπτα. Αλλά ποιος βάζει μυαλό…



     Συνοψίζοντας ο Ολύμπιος είναι ένας πολύ ιδιαίτερος αγώνας δρόμου. Δεν θέλω να τον χαρακτηρίσω δύσκολο αφού μπόρεσα να τερματίσω, όντας ένας πολύ μέτριος δρομέας. Άμα τον πω εύκολο θα αδικήσω όλους τους φίλους δρομείς που δεν μπόρεσαν να τερματίσουν και ήταν σχεδόν οι μισοί. Σίγουρα είναι απαιτητικός και θέλει καλή προπόνηση και προετοιμασία (που αισθάνομαι ότι δεν είχα, έλειπαν -πιστεύω- μερικές ‘βουνίσιες’ προπονήσεις). Βγαίνει χωρίς βοήθεια (support) αλλά σίγουρα η διαχείριση με drop bags είναι πιο δύσκολη (χρήσιμη θα ήταν μια αλλαγή παπουτσιών στα κομμάτια με τα μονοπάτια που είναι μάλλον αδύνατη χωρίς βοηθό). Φυσικά μετά τον αγώνα βγήκα περίπου 3 εβδομάδες ‘εκτός’, την πρώτη το πόδι μου ήταν σχετικά πρησμένο και μετά δεν μπορούσα να τρέξω συνεχόμενα. Ευτυχώς την 4η εβδομάδα ήμουν πολύ καλύτερα και επανήλθα στις προπονήσεις και στους νέους στόχους. Η γεύση που μου άφησε εξακολουθεί να είναι γλυκόπικρη αφού πέτυχα τον ένα στόχο από τους δυο: από την μία έφτασα στον τερματισμό στον αρχικό χρόνο της διοργάνωσης. Δεν έπιασα όμως το όριο για το Σπάρταθλον για να ανανεώσω την συμμετοχή μου στην κλήρωση για άλλα 2 έτη. Και φυσικά από δικό μου λάθος. Την πάτησα σαν πρωτάρης (ή μήπως ως πρωτάρης γιατί μάλλον είμαι…) και πήγα αρκετά γρήγορα στην αρχή που αισθανόμουν περίφημα. Ιδιαίτερα στις κατηφόρες προς Κανδήλα το ‘τερμάτισα’... Ως το 120ο χλμ δεν είχα πρόβλημα, η λάθος διαδρομή όμως μετά τα Τρόπαια με επηρέασε και δρομικά και ψυχολογικά. Η χωμάτινη διαδρομή μετά τον Κοκλαμά μάλλον ήταν η χαριστική βολή. Ας είναι, μην είμαι και μίζερος, τερμάτισα και πέτυχα τον ένα από τους δύο στόχους. Αρκεί.

     Αν θα το ξαναδοκίμαζα; το είπα παραπάνω: ‘ποιος βάζει μυαλό…’. Αν είμαι καλά, φυσικά και ναι. Και τον συνιστώ σε όλους να δοκιμάσουν τον Ολύμπιο δρόμο και να τον θυμούνται ως γλυκιά εμπειρία.

Φώτης

 

 

ΥΓ: το παρόν, όχι μικρό πόνημα, το έγραψα μετά από προτροπή φίλων και συναθλούμενων του ΣΜΝΛ και το δημοσιεύω στη σελίδα του. Είναι προσωπικές σκέψεις και περιγραφές όπως τα ένιωσα και τα θυμάμαι (αφού ολοκλήρωσα το γράψιμο περίπου 3 μήνες μετά, με τις αναμνήσεις ακόμα ζωντανές). Υγειά και καλές προπονήσεις σε όλους.

 

ΥΓ 2   Λίγο πριν την ανάρτηση του παρόντος αποφάσισα να δοκιμάσω την τύχη μου σε ορεινό αγώνα και συμμετείχα στα 110 χλμ στο Παρανέστι (N.T.R.). Αισθάνθηκα και λίγο ορεινός δρομέας. Συνολικά ο ορεινός αγώνας με κούρασε λιγότερο, δεδομένου βέβαια της μικρότερης απόστασης (κατά 70 χλμ) και των λιγότερων ωρών (4 ώρες λιγότερο, τερμάτισα και εκεί ~25΄ πριν τη λήξη). Δεν αποφασίζω ακόμα να αφήσω την άσφαλτο αλλά μάλλον θα δοκιμάσω και πάλι στο μέλλον τα βουνά…. Υγεία και χρόνο να έχουμε!